ἐναλλαγή

ἐναλλαγή
ἐναλλ-ᾰγή, ,
A interchange, κατ' ἐναλλαγὰν alternando, of proportion, Ti.Locr.99b.
2 Gramm., interchange,

στοιχείων S.E.M.9.278

;

πτώσεως A.D.Pron.54.13

;

Χρόνων D.H.Th.24

;

ἡμερῶν POxy.1413.22

(iii A.D.); κεφαλαίων Hermong. Stat.11: abs., enallage, A.D.Synt.157.12.
II variation,

τῶν ὑποκειμένων Plot.2.6.3

;

τῶν ζῳδίων Ptol.Tetr.152

(pl.); change, Lyd. Mag.2.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐναλλαγή — interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή — η 1. αμοιβαία διαδοχή, διαδοχική αλλαγή: Εναλλαγή ημέρας και νύχτας. 2. (βιολ.), μεταβολή, αλλαγή: Εναλλαγή της ύλης. 3. (βιολ.), το φαινόμενο που παρατηρείται όταν οργανισμοί (ζωικοί ή φυτικοί) δε μοιάζουν με τους γεννήτορες, αλλά έχουν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναλλαγῇ — ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγή interchange fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

  • ἐναλλαγῆι — ἐναλλαγῇ , ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγῇ , ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγῇ , ἐναλλαγή interchange fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγαῖς — ἐναλλαγή interchange fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγαί — ἐναλλαγή interchange fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγῆς — ἐναλλαγή interchange fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγήν — ἐναλλαγή interchange fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγῶν — ἐναλλαγή interchange fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”