ἐναλλαγή — interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… … Dictionary of Greek
εναλλαγή — η 1. αμοιβαία διαδοχή, διαδοχική αλλαγή: Εναλλαγή ημέρας και νύχτας. 2. (βιολ.), μεταβολή, αλλαγή: Εναλλαγή της ύλης. 3. (βιολ.), το φαινόμενο που παρατηρείται όταν οργανισμοί (ζωικοί ή φυτικοί) δε μοιάζουν με τους γεννήτορες, αλλά έχουν τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναλλαγῇ — ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγή interchange fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… … Dictionary of Greek
ἐναλλαγῆι — ἐναλλαγῇ , ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγῇ , ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγῇ , ἐναλλαγή interchange fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγαῖς — ἐναλλαγή interchange fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγαί — ἐναλλαγή interchange fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγῆς — ἐναλλαγή interchange fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγήν — ἐναλλαγή interchange fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγῶν — ἐναλλαγή interchange fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)